Το 2018 αφιέρωσα ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου μου «Τέσσερα βήματα για τη πολιτική αλλιώς» στο δημογραφικό πρόβλημα. Σήμερα, έξι χρόνια αργότερα, θεωρώ ότι έχουμε εισέλθει πια σε δημογραφική κατάρρευση, η οποία μας υποχρεώνει να δούμε θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα αλλιώς και να αναζητήσουμε τολμηρές και επίκαιρες λύσεις.
Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει λάβει σοβαρά μέτρα, θεσμικά και οικονομικά, για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης. Αλλά τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν σε επίπεδο μακροπρόθεσμο, σε ορίζοντα τουλάχιστον μιας γενιάς. Δεν γίνεται αλλιώς. Το ερώτημα συνεπώς είναι επιτακτικό: τι πράττουμε έως τότε;
Αρκετοί διατυπώνουν την άποψη ότι μπορούμε να αναπληρώσουμε τα πληθυσμιακά κενά μέσω νόμιμης οργανωμένης μετανάστευσης, ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό και να διατηρήσουμε πορεία ανάπτυξης Η λύση αυτή εμφανίζει το σοβαρό μειονέκτημα ότι για να καλυφθεί το κενό και να παραμείνει ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 στα επίπεδα του σήμερα (περίπου 10.000.000) θα χρειαστούν περίπου 2.000.000 μετανάστες. Τέτοιος πληθυσμός είναι δύσκολα διαχειρίσιμος κοινωνικά και πολιτισμικά. Εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και αλλοίωση όπως έχει δείξει η πικρή εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επίσης, είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι αυτοί, σε αυτούς τους αριθμούς, να θέσουν και θέμα πολιτικής εκπροσώπησης, αργά ή γρήγορα.
Θεωρώ ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει ένα παραγωγικό μοντέλο χώρας 8.000.000, δεχόμενη την πραγματικότητα των δημογραφικών δεικτών. Αυτό δεν συνιστά συμβιβασμό ή οπισθοχώρηση, αλλά αντίθετα μπορεί να γίνει εφαλτήριο γρηγορότερης προόδου, δίχως μάλιστα δομική μετανάστευση.
Η Ελλάδα χρειάζεται να ξαναγίνει παραγωγική χώρα μετασχηματίζοντας ριζικά τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η έκταση της Ολλανδίας είναι στο 1/3 της Ελλάδας. Αλλά η Ολλανδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων στον κόσμο, σε αξία, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ετήσια αξία των Ολλανδικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων το 2022 ανήλθε στα 122,3 δισ.€.
Πώς το πέτυχαν αυτό, σε αντίξοες μάλιστα κλιματολογικές συνθήκες; Επενδύοντας στα θερμοκήπια και την αγροτική – κτηνοτροφική τεχνολογία. Έτσι μεγιστοποίησαν την παραγωγή, χωρίς να χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια. Επιπλέον, με τα θερμοκήπια και τη σταβλισμένη κτηνοτροφία επιτυγχάνεται τεράστια εξοικονόμηση νερού, το οποίο είναι το επόμενο μεγάλο υπαρξιακό πρόβλημα της Ελλάδας. Η επένδυση μάλιστα σε θερμοκήπια έχει το πλεονέκτημα ότι αποδίδει γρήγορα, με την πρώτη κιόλας συγκομιδή.
Επιπλέον, μετά την ενεργειακή αυτονομία της πατρίδας είναι η ώρα να επιδιώξουμε την τάχιστη επισιτιστική αυτονομία, να διατηρήσουμε την υδατική επάρκεια και να αναπτύξουμε την αμυντική μας βιομηχανία. Είναι όροι επιβίωσης στο νέο κόσμο που έρχεται. Η Τουρκία έχει, μετά το 2000, 18πλασιάσει τα θερμοκήπιά της, αυξάνοντας κάθε χρόνο τις εξαγωγές της, έχει επενδύσει πολύ στο νερό και έχει δημιουργήσει μια σημαίνουσα αμυντική βιομηχανία. Δεν μπορούμε να υπολειπόμεθα.
Αν καταφέρουμε να ξανακάνουμε την Ελλάδα παραγωγική χώρα, θα δώσουμε πνοή στην περιφέρεια και θα αυξήσουμε δραστικά το ΑΕΠ της χώρας μας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς να χρειαζόμαστε τα εργατικά χέρια που απαιτούνται στη συμβατική γεωργία, χωρίς σπατάλη νερού, με μικρότερο κίνδυνο από την κλιματική κατάρρευση και με παραγωγή όλο το χρόνο. Πριν από μισό αιώνα μόλις, η Ελλάδα ήταν παραγωγική χώρα και κάθε περιοχή κάλυπτε τις ανάγκες της σε μεγάλο βαθμό. Σήμερα, οι τουρίστες στα νησιά μας καταναλώνουν, κατά βάση, εισαγόμενα προϊόντα, με τεράστια επιβάρυνση στο εμπορικό μας ισοζύγιο.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα παραγωγικό σχέδιο χώρας 8.000.000, στηριγμένο στους άξονες που περιέγραψα, ώστε μετά το 2050, μαζί με τα αποτελέσματα των υπόλοιπων πολιτικών μας για το δημογραφικό, να μπορούμε να μεγαλώσουμε και πάλι πληθυσμιακά. Αλλά με όρους ευημερίας, γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής ισχύος, κοινωνικής και πολιτικής ευρυθμίας και σταθερότητας.
Η Ελλάδα, με το τρόπο αυτό, σε σύντομο σχετικά χρόνο -που δεν υπερβαίνει τις δύο κυβερνητικές θητείες- δύναται να αλλάξει παραγωγικό παράδειγμα και να αποσβέσει σε μεγάλο βαθμό τις προκλήσεις που δημιουργεί βίαια η δημογραφική κρίση.