Ο συγγραφέας Νίκος Κύρκος μίλησε το πρωί της Τρίτης (24/6) στο ΡΑΔΙΟ-ΝΕΤ 101,9 και την εκπομπή «Στο ρυθμό της μέρας» με τον Γιάννη Κούτρα. Αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ο μέγας κόσμος της μικρής μας πόλης» που κυκλοφορεί από τις ΧΡΟΝΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. Στη συνέντευξη συμμετείχε και η Κική Νικοπούλου ποιήτρια-εκδότρια από τις ΧΡΟΝΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ.
Περισσότερα στο ηχητικό…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Όταν ξεκίνησα να γράφω τούτο το βιβλίο με παρότρυνση των παιδιών μου,
δεν το κρύβω, είχα ο φτωχός την έπαρση της πρώτης συγγραφής και σκεφτόμουν
ότι θα ενδιέφερε όλη την ανθρωπότητα. Ώσπου ένα βράδυ περισυλλογής δέχτηκα
την επίσκεψη του Μακρυγιάννη, που ’μαθε γράμματα μεγάλος πια, για να μαρτυρήσει
τα πόσα φοβερά και τρομερά, σωστά και λάθη έγιναν για την πατρίδα. Τότε
ηρέμησα…
Η μικρή μας πολιτεία δεν είναι από κείνες τις πόλεις ή τα χωριά που έχουν γραπτή
μακραίωνη ιστορία. Όχι, πως δεν έχει ο τόπος ιστορία! Όχι! Μα ο οικισμός μας
είναι χτισμένος πρόσφατα, λίγο μετά την απελευθέρωση της πατρίδας απ’ τους
Τούρκους, πάνω σε τόπο μπολιασμένο με τον πολιτισμό και ποτισμένο με το αίμα
των παλαιότερων κατοίκων του, από ανθρώπους που συνέρρευσαν από τις γύρω
κοντινές περιοχές, αλλά και από τις μακρινότερες, δίχως μνήμη συλλογική, ριζωμένη
στα βάθη των αιώνων κι άμεσα συνδεδεμένη με το συγκεκριμένο τοπίο.
Κι επειδή ούτε ιστορικός είμαι, ούτε ιστορία πρόκειται να γράψω, σας ξεκαθαρίζω
απ’ την αρχή πως δεν θα καταπιαστώ με τους σπουδαίους, τρανούς και τους ολίγους
τούτου του τόπου, ούτε με τα μεγάλα, ιστορικά γεγονότα και τρανά επεισόδια, αλλά
με τους ταπεινούς και τους πολλούς, αυτούς δηλαδή που μέσα απ’ την παιδική μου
ματιά έγραψαν στην ψυχή και στη μνήμη μας, την καθημερινή μας ιστορία.
Έψαξα λοιπόν τρόπους για να δώσω τον ακριβή γεωγραφικό προσδιορισμό της
μικρής μου πολιτείας. Και είπα πως δεν φτάνει να ξεκινήσω απλά μ’ έναν παγκόσμιο
χάρτη που θα δείχνει αρχικά τη θέση της Ελλάδας μας και πάνω του θα χρωμάτιζα
την περιφέρεια κι ύστερα μέσα της με το πιο έντονο χρώμα την επαρχία Φθιώτιδας
κι έπειτα με μεγάλα γράμματα την πολιτεία μου… Μα τι στην ευχή, την εποχή του
Internet διανύουμε… Σκέφτηκα να δώσω και τις γεωγραφικές συντεταγμένες της,
μέσω του γεωδαιτικού συστήματος GPS κι όσο προχώραγε το γράψιμο, πάλι με
έπαρση, οδηγήθηκα πολλές φορές σε πιο εγωιστικές κι ακραίες θέσεις, να πιστέψω
δηλαδή, ότι ήταν τόσο περίτεχνο το γενικότερο στήσιμο του βιβλίου μου, ώστε
αλλοιώνοντας ριζικά ονοματοθεσίες και ονόματα, θα μπορούσαν οι αναγνώστες να
ταυτίσουν τη μικρή δική τους πολιτεία με τη δική μου.
Πρωταρχικός σκοπός μου λοιπόν, ήταν να μαρτυρήσω τα όσα μικρά και ταπεινά
ακολούθησαν μιαν άλλη τραγική περίοδο, αυτή του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου
και του Εμφυλίου. Στο τέλος συνειδητοποίησα, πως το μυαλό κι η καρδιά
καθοδηγούσαν το χέρι και μέσω αυτού την πένα, που αποτύπωνε πάνω στις λευκές
σελίδες, όσα το υνί της μνήμης έφερνε στο φως οργώνοντας το περιβολάκι της
ταπεινής ζωής μου, με όλα όσα είδα, αγάπησα και έζησα. Έ, λοιπόν ναι! Όλα θα
μπουν μέσα εδώ, καθώς τους πρέπει και ονοματοθεσίες και ονόματα και παρανόμια,
οριοθετημένα στην πραγματική τους διάσταση.
Κατέληξα λοιπόν, να σας περιγράφω τα παιδιά της γενιάς μου, τους φίλους μου,
τα παιχνίδια μας και τη μικρή μας πόλη με τους ανθρώπους της και τις συνήθειές
τους, δίχως υστεροβουλίες, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν στη μνήμη μου. Θα σας
ταξιδέψω για λίγο και στη μεγάλη, παράλια πολιτεία του Βόλου, έτσι για να
ολοκληρωθεί ο κύκλος της παιδικής μου ηλικίας… Έ! Κι αν κάπου, προκειμένου να
σας μπάσω πιο άμεσα στο κλίμα της εποχής εκείνης αναφερθώ στη δικιά μου
φαμίλια, είναι γιατί το αισθάνομαι σαν χρέος, αν και δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ των
πολλών απλών ανθρώπων τις φαμίλιες.
Η μικρή μου πολιτεία λοιπόν είναι η Σπερχειάδα, χτισμένη απ’ τους ανθρώπους
της στους πρόποδες των Μεσογείων Ορέων, κατά τον ιστορικό Βορτσέλα, ή κατά
το λαϊκότροπο «Γουλινά» στις νότιες παρυφές της όμορφης κοιλάδας του Σπερχειού
ποταμού, στο νομό Φθιώτιδας. Στην εποχή για την οποία σας μιλάω, έφτανε κανείς
στην Σπερχειάδα μας, μέσω του δρόμου που οδεύει παράλληλα με τον Σπερχειό
ποταμό, από την αριστερή του όχθη κι ενώνει τη Λαμία με το Καρπενήσι. Φτάνοντας
στη Μακρακώμη, λίγα χιλιόμετρα πριν το τέλος της κοιλάδας, έστριβες νότια και
περνώντας την τσιμεντένια γέφυρα του Σπερχειού με τις εφτά καμάρες και τα δυο
φυλάκια στις άκρες της, έπαιρνες την ευθεία με τις λεύκες που σε οδηγούσε μετά από
τρία σκιερά χιλιόμετρα στις βόρειες παρυφές της πόλη μας. Μια στροφή ανατολικά,
και στο δημοτικό σχολείο άλλη μια νότια κι ήσουν στον ανηφορικό, κεντρικό
δρόμο της. Χτισμένη ανάμεσα σε δυο πευκόφυτους λόφους, τον Αη Νικόλα
νοτιοδυτικά και τα Κοκκαλάκια νοτιοανατολικά, πάνω στον «χαλιά» των προσχώσεων του Μέγα Ρέματος, με τα σκιερά πλατάνια του και τις φροξυλιές του, που τη διασχίζει από Νότο προς Βορρά. Απλωμένη σε σχήμα ανοιχτής καμπυλωτής βεντάλιας, όπως ακριβώς οι εναποτιθέμενες από χιλιετίες, φερτές ύλες, μας περιμένει να τη γνωρίσουμε κι αυτή και τους ανθρώπους της, μ’ έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο,πιότερο συναισθηματικό, παρά γεωγραφικό κι ιστορικό και με συνέπεια, σ’ όσα σας υποσχέθηκα στην αρχή.