Ο Βουλευτής ΝΔ και πρώην Υπουργός Γιάννης Οικονόμου σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΣΚΑΪ 100,3 σημείωσε ότι με απόλυτο σεβασμό στη Δικαιοσύνη και τα θύματα της τραγωδίας των Τεμπών, με έργα στο σιδηρόδρομο, οδηγούμαστε στην πλήρη διαλεύκανση της αλήθειας, την κάθαρση της κοινής γνώμης και την αναβάθμιση των μεταφορών.
Αναλυτικά όσα είπε:
Η Κυβέρνηση έχει μια διπλή βαριά ευθύνη μετά το δυστύχημα των Τεμπών, σε ό,τι την αφορά, από τη μία πλευρά να μην μείνει καμία σκιά σε επίπεδο δικαιοσύνης η απόδοση των ευθυνών για τα αίτια ό,τι και όποιον αφορά αυτό, να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις, ώστε η Δικαιοσύνη χωρίς κωλύμματα, χωρίς εμπόδια να κρίνει, να δικάσει και να αποδώσει ευθύνες.
Όχι με τη λογική των λαϊκών δικαστηρίων και του κατευνασμού της κοινής γνώμης, που κάποιοι κατηγορούν και βγάζουν αποφάσεις μετά, αλλά όπως γίνεται στη συντεγαγμένη πολιτεία, με βάση του νόμους. Να υπάρξει, δηλαδή, η κάθαρση και κάθαρση γίνεται μόνο μέσα από τη δικαστική οδό και τη δικαιοσύνη.
Η Κυβέρνηση πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία, μην αφήνοντας την παραμικρή υπόμοια ότι έχει τη διάθεση να συγκαλύψει το οτιδήποτε.
Το δεύτερο, που είναι εξίσου, αλλά ενδεχομένως και πιο σημαντικό, είναι να κάνουμε πράξη αυτό που είπαμε από την πρώτη στιγμή, το ποτέ ξανά.
Είναι δύο πεδία, και στα δύο οι επιδόσεις μας μέχρι τώρα δεν ήταν ικανοποιητικές και αυτό η κοινωνία το εξέλαβε όπως το εξέλαβε και αντέδρασε.
Από εδώ και πέρα ο δρόμος είναι ένας: να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας και πιστεύω ότι γίνονται πολύ σωστά βήματα από ένα σημείο και μετά και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις, έτσι ώστε να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση με την επάρκεια που η κοινωνία απαιτεί από εμάς.
Πολλές φορές λέμε “πήρε η Κυβέρνηση τα μηνύματα, κατάλαβε ότι πρέπει να αλλάξει;”. Εγώ με ένα τρόπο τα είχα πει και στην ομιλία μου στη Βουλή. Προφανώς και η Κυβέρνηση πήρε τα μηνύματα και ξαναγίνεται, προσπαθεί να ξαναγίνει, έτσι όπως ο κόσμος την ήξερε, την ήθελε, της έδωσε την εμπιστοσύνη με μεγάλα ποσοστό στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Εκείνο που έχει δείξει σε διάφορους τομείς όπου το Κράτος έχει βαριές παθογένειες -ο ΕΦΚΑ, η ΔΕΗ- είναι ότι βρίσκει τρόπους να βελτιώνει την κατάσταση και να παρουσιάζει την κατάσταση πολύ διαφορετικά.
Για τις δικογραφίες: Υπάρχει ένα δεδικασμένο, το οποίο για να μην ακολουθηθεί, θα πρέπει να υπάρχουν συντριπτικά διαφορετικές συνθήκες ή στοιχεία για να πει κάποιος ότι θα ακολουθήσει κάποια διαφορετική κατεύθυνση. Το βασικό και το μείζον είναι ότι υπάρχει μια διαμορφωμένη βούληση και αντίληψη στην κυβέρνηση ότι ότι έρχεται τεκμηριώμενα για πρόσωποα στη Βουλή, θα οδηγήσει στη Δικαιοσύνη. Σας θυμίζω και τη δέσμευση του Πρωθυπουργού για τη συνταγματική αναθεώρηση για να γίνεται αυτόματα αυτό στο μέλλον.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν θέλουμε οι υποθέσεις αυτές να φθάνουν στο φυσικό τους δικαστή το ταχύτερο δυνατό και εκεί ο φυσικός δικαστής, που συμφωνούμε όλοι ότι έχει μεγαλύτερη επάρκεια και γνώση και από τους βουλευτές και η διαδικασία παράγει περισσότερη ουσία και όχι επικοινωνιακά αποτελέσματα.
Αυτό που βασικά που η ελληνική κοινωνία θέλει είναι ο φυσικός δικαστής, με τρόπο που προβλέπεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, να έχει τη δυνατότητα χωρίς προσκόμματα να κρίνει αυτόν για τον οποίον υπάρχει η υπόνοια, υποψία ότι κάτι δεν έκανε καλά ή να έχει ευθύνη στην τραγωδία.
Δυσκολεύομαι να βρω γιατί θα έχει περισσότερη ουσία μια μακρόσυρτη διαδικασία σε μία προανακριτική επιτροπή για τα ζητήματα αυτά, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, από το να πάρει το δρόμο προς το Δικαστικό Συμβούλιο, όπου έμπειροι δικαστές θα εκφράσουν άποψη. Κάθαρη στην υπόθεση αυτή δεν πρόκειται να έρθει αν εκείνουν που διαδραμάτισαν ένα ρόλο δεν αναζητήσουν την κρίση τους από τον φυσικό τους δικαστή. Όσο καλύτερα, πληρέστερα, με όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο -και δεν εννοώ έλλειψη διαφάνειας- και όσο περισσότερο δώσουμε σημασία στην ουσία, τόσο καλύτερο θα είναι για όλους, και κυρίως για το κύρος και την αξιοπιστία και των θεσμών και της Δημοκρατίας.
Για τα οικονομικά μέτρα στήριξης:
Ο κ. Πισσαρίδης, στη συνέντευξή του, αναγνωρίζει ως πολύ θετικό την αύξηση στο ποσοστό του ΑΕΠ των επενδύσεων που το παραλάβαμε πολύ χαμηλά, ότι οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην εκπαίδευση δεν φαίνονται να έχουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα και αυτό είναι όντως ένα πρόβλημα, και εμένα με προβληματίζει. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν κάναμε μεταρρυθμίσεις, τα πρότυπα σχολεία, οι διαδραστικοί πίνακες, η αξιολόγηση, τα συγγράματα που αλλάζουν και δίνουν στα παιδιά τη δυνατότητα να έχουν μια ευρύτερη θέαση και οπτική, τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Θα περίμενε κάποιος οι μεταρρυθμίσεις αυτές να έχουν μία γρηγορότερη αντανάκλαση, γεγονός που δείχνει ότι πρέπει να επιμείνουμε.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να μην είναι κανείς επίμονος στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει και ένα πολύ μεγαλύτερο ζήτημα που δεν λύνεται εύκολα, ούτε με ευχές και ξόρκια. Είναι αυτό της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Εκεί μπαίνουν ζητήματα που έχουν να κάνουμε με την ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης του πρωτογενούς τομέα, της παραγωγής συνολικότερα, ζητήματα που είναι κρίσιμα για την επισιτιστική ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, το δημογραφικό. Ολα αυτά απαιτούν το χρόνο τους και χρειάζεται ακολουθία πολιτικών που σε κάποιους τομείς έχουμε πάει καλύτερα, σε κάποιους πρέπει να τρέξουμε γρηγορότερα με μεγαλύτερη εστίαση στα ουσιώδη και σημαντικά.