Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδεικνύει με κάθε πράξη ή παράλειψή της ότι συνιστά τον ενορχηστρωτή και την προστάτιδα δύναμη ενός ολόκληρου συστήματος διαφθοράς, πελατειακής δικτύωσης και θεσμικής αποσύνθεσης.
Το 2019, η Ν.Δ. ανέλαβε την ευθύνη διακυβέρνησης μιας χώρας εκτός των ασφυκτικών δημοσιονομικών προγραμμάτων, ενταγμένης στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης και με «μαξιλάρι» ύψους 37 δισ. ευρώ ενώ, τα επόμενα έτη, είχε και την ευκαιρία διαχείρισης δεκάδων ακόμη δισεκατομμυρίων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Θα ήταν εύλογη και αναμενόμενη η εκτόξευση της οικονομίας της πατρίδας μας, μέσω ενός συντεταγμένου μεταρρυθμιστικού σχεδίου και μιας δυναμικής ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Μητσοτάκης και οι Υπουργοί του επέλεξαν τον γνώριμο για τους ίδιους, παλαιοκομματικό, στρεβλό και ανεύθυνο δρόμο της διαπλοκής συμφερόντων και της κατασπατάλησης κονδυλίων, επί ζημία και της πρωτογενούς παραγωγής, με τη χώρα να καθίσταται πανευρωπαϊκά ανυπόληπτη.
Η γραμμή άμυνας της Κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία όλα τα παραπάνω αποτελούν «διαχρονικές παθογένειες» απαντήθηκε και από τον τελευταίο Πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ κ. Σαλάτα, εκλεκτό του Πρωθυπουργού για τη συγκεκριμένη θέση, ο οποίος δήλωσε: «Πάντοτε υπήρχαν προβλήματα, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα στον Οργανισμό εμφανίστηκε το 2022 και το 2023. Εκεί διαλύθηκε». Με αυτόν τον τρόπο, οι επικοινωνιακές υπεκφυγές των κ.κ. Μητσοτάκη και Γκρίνμπεργκ, προκειμένου το εν λόγω σκάνδαλο να καταλογιστεί στον Ιωάννη Καποδίστρια ή στον Χαρίλαο Τρικούπη, έπεσαν στο κενό.
Και σε αυτό το σημείο προκύπτει εύλογα το ζήτημα της λογοδοσίας, σε επίπεδο αφενός των ποινικών και πολιτικών ευθυνών των εμπλεκομένων Υπουργών και των ωφελούμενων ενδιάμεσων ή τελικών αποδεκτών των χρηματοδοτήσεων και αφετέρου της επιστροφής των παράνομων ενισχύσεων. Ποιος, όμως, θα πληρώσει το «μάρμαρο» της ντροπιαστικής αυτής υπόθεσης; Ο κ. Μητσοτάκης, εγκαταλείποντας την αρχική γραμμή καταβολής των προστίμων από τον κρατικό προϋπολογισμό, έσπευσε να δηλώσει ότι «θα πάρουμε τα λεφτά πίσω από τους κλέφτες». Ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι κλέφτες έλαβαν τις ενισχύσεις μετά την αποδέσμευση των ελεγχόμενων Α.Φ.Μ. τους από τους Υπουργούς του και ας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης πόσα είναι αυτά τα χρήματα και ποιοι τα καρπώθηκαν, πότε και με ποια διαδικασία θα επιστραφούν.
Και πως θα δικαιολογήσει ο Πρωθυπουργός την ανεπανόρθωτη ζημιά στην Ελληνική Περιφέρεια καθώς, τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες επαγγελματίες του πρωτογενούς τομέα εγκαταλείπουν απογοητευμένοι τις εκμεταλλεύσεις τους, αδυνατώντας να έχουν πρόσβαση ακόμη και στις ευρωπαϊκές ενισχύσεις που λάμβαναν διαχρονικά; Όσο το «γαλάζιο φαγοπότι» λάμβανε χώρα στον ΟΠΕΚΕΠΕ, ο πρωτογενής τομέας έπνεε τα λοίσθια και γι’ αυτό το έγκλημα, ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να αναζητήσει τους υπαίτιους στο περιβάλλον του…
Ο πρώην Πρόεδρος του Οργανισμού κ. Βάρρας, ο οποίος αποπέμφθηκε επειδή τόλμησε να ελέγξει τις ροές πληρωμών, μετά το 2020 προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Πρωθυπουργό ως διορισμένος σύμβουλός του! Τί τον συμβούλευε άραγε όλα αυτά τα χρόνια; Δεν τού μίλησε ποτέ για τα δυσώδη ευρήματα των ερευνών του; Δεν ενημερώθηκε ο κ. Μητσοτάκης για τις δύο επιστολές του πρώην Προέδρου του οργανισμού κ. Σημανδράκου, τον οποίο «παραίτησαν» όταν επιχείρησε να ενημερώσει το Μέγαρο Μαξίμου για τα 9.309 αμαρτωλά Α.Φ.Μ., εκ των οποίων το 63% ήταν από την Κρήτη; Δεν αναρωτήθηκε γιατί στην επιστολή παραίτησής του ο κ. Σημανδράκος αναφέρεται σε «πίεση της πολιτικής ηγεσίας» και «εξαναγκασμό σε έξοδο από τον οργανισμό; Τον «Φραπέ» και τον «Χασάπη», που κάθονταν δίπλα του κατά τις επισκέψεις του στην Κρήτη, ο κ. Μητσοτάκης δεν τους γνώριζε;
Το κύκλωμα Μαξίμου-ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έβλαψε μόνο τον πρωτογενή τομέα, αλλά υπονόμευσε και την αξιοπιστία και το κύρος του Κράτους Δικαίου με την απόσυρση της εμπιστοσύνης των πολιτών από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, οι οποίοι εναποθέτουν πλέον τις ελπίδες τους σε «δικαστές από τις Βρυξέλλες». Και αυτή η θεσμική παρακμή αποτελεί τη «συνεισφορά» του κ. Μητσοτάκη στην πολιτική ζωή της χώρας.