Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογραφία να κατέχει όπως κάθε χρόνο τη μερίδα του λέοντος.
Γράφουν οι Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος
Εκατό λογοτεχνικά βιβλία μοιάζουν πολλά για μία μονάχα χρονιά, αλλά δεν είναι. Ειδικότερα στη μεταφρασμένη πεζογραφία, τα καλά βιβλία είναι πολλά περισσότερα και η επιλογή δύσκολη. Ένα ή δύο αστυνομικά ή θρίλερ υπάρχουν στις επιλογές μας, αλλά θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά εντός των ημερών με τις προτάσεις της Χίλντας Παπαδημητρίου. Παρομοίως, τις κατηγορίες των κόμικς για ενήλικες και της ποίησης θα τις χειριστούμε με διακριτές αναρτήσεις στο προσεχές διάστημα, γιατί έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Στα Κρανιά, «πόλη φυτεμένη ανάμεσα στους τέσσερις θεσσαλικούς νομούς με 28.000 κατοίκους», όπως πληροφορούμαστε, εκεί τοποθετεί τη δράση του νέου της μυθιστορήματος, Κορνιζωμένοι, η Ιωάννα Καρυστιάνη. Είναι άραγε η Κρανιά Τρικάλων, η Κρανιά Θεσσαλίας ή μήπως η Κρανιά Ασπροπόταμου.
Όπως και να έχει, τα Κρανιά είναι πόλη φιλήσυχη, αφού δεν έχει γίνει έγκλημα εδώ και δεκαετίες. Εκεί θα βρούμε πάντως, μεταξύ άλλων, τον Στέλιο Σπούγια, ξενοφερμένο κορνιζοποιό, χωρισμένο, με έναν γιο, να αναρωτιέται πόσο έχουν κουκουλωθεί κάτω από τον φωτεινό ουρανό της μικρής τους πόλης.
Λόγος χειμαρρώδης, εστίαση διαδοχική από το ένα πρόσωπο στο άλλο, υψηλή ένταση από σελίδα σε σελίδα. Κυκλοφορεί κι αυτό όπως και τα προηγούμενα βιβλία της από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχει καταγραφεί ως σημαντικός και αιρετικός μελετητής και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η στήλη κριτικής που διατηρούσε για πολλά χρόνια στα «Νέα» κέντριζε το ενδιαφέρον αναγνωστών και συγγραφέων.
Ο Κούρτοβικ εκτός από καταρτισμένος κριτικός είναι και καταξιωμένος πεζογράφος. Ο ήχος της σιωπής της (εκδ. Εστία), το τελευταίο του μυθιστόρημα, είναι ένα ταξίδι στην παιδική του ηλικία αλλά και στα κατοπινά χρόνια, με αρχικό σκοπό να ερμηνεύσει τα τελευταία λόγια της μητέρας του πριν πεθάνει.
Έγραψε ο Κώστας Κατσουλάρης: «Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ πέτυχε όλους τους στόχους που φαίνεται να έθεσε με το μυθιστόρημά του: προσωπικούς, αισθητικούς, φιλοσοφικούς. Σε προσωπικό επίπεδο η ανάδυση αυτού του τόσο ευαίσθητου αυτοβιογραφικού υλικού ενέχει αναμφίβολα μια παρηγορητική διάσταση. Είναι ένας πολλαπλός αποχαιρετισμός: στη γνωστή άγνωστη μητέρα, στην παιδική και εφηβική ηλικία, σε μια ολόκληρη εποχή. Σε αισθητικό επίπεδο, Ο ήχος της σιωπής της είναι ένα σύγχρονο μορφολογικά μυθιστόρημα, που συνδυάζει την προσωπική εκμυστήρευση με την μαρτυρία, το δοκίμιο και την αναδίφηση σε αρχεία, ενώ εμπλουτίζεται και από ετερογενή αφηγηματικά υλικά, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της μεταμοντέρνας φλυαρίας – εξού και είναι ένα εξαιρετικά οικονομημένο βιβλίο».
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης με το μυθιστόρημά του Ελσίνκι (εκδ. Πατάκη), μας έδωσε όχι μόνο ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς αλλά και ένα κομβικό βιβλίο στην προσωπική του συγγραφική διαδρομή.
Η αφήγηση «τρέχει» σε δύο χρόνους και ξετυλίγει τόσο τη διαδρομή των μεταναστών από τα βάθη της Ασίας (ιρακινό Κουρδιστάν) προς τις χώρες της βόρειας Ευρώπης όσο και την προσωπική ιστορία του Αβίρ με τον Αντώνη. Οι τροχιές της ζωής των δύο αντρών εφάπτονται σε ένα σημείο (στην Αθήνα) για να συνεχίσει η καθεμιά τους την πορεία της.
Έγραψε ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης: «Οι δύο άξονες που τέμνονται μεταξύ τους εγκάρσια, αυτός της μετανάστευσης κι αυτός της ανομολόγητης σχέσης, αναδεικνύουν ζητήματα ταυτότητας, η οποία αναγκάζεται να κρύβεται. Ο Αβίρ δεν αποκαλύπτει στις φινλανδικές αρχές ότι είναι Κούρδος, ούτε ότι έχει και ιρακινό διαβατήριο, ώστε να μπορεί με αυτό να επισκέπτεται τους δικούς του, κι αντίστοιχα κρύβει από όλους –κι από τη γυναίκα του, όταν παντρεύεται– τη σχέση του με τον Αντώνη».
Και ο Διονύσης Μαρίνος σημείωσε: «Κάπου στο βάθος σκηνές από την ταινία του Φασμπίντερ «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ζαν Ζενέ Αιχμάλωτος του έρωτα, δείχνουν να αποτελούν σημαντικές εμπνεύσεις για τον Γρηγοριάδη. Το αποτέλεσμα είναι κάτι περισσότερο από δυνατό: είναι ολότελα ανθρώπινο».
Ο Μίνως Ευσταθιάδης από το πρώτο του μυθιστόρημα έκανε σαφές ότι ήρθε για να μείνει στην ελληνική αστυνομική πεζογραφία. Αστυνομικές ιστορίες που δεν εξιχνιάζουν απλώς ένα έγκλημα, δεν επιδεικνύουν το αρρωστημένο μυαλό μιας ιδιοφυΐας-δολοφόνου αλλά αναδεικνύοντας πολιτικά και κοινωνικά νήματα από το παρελθόν, εντάσσoυν κάθε έγκλημα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Για το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους (εκδ. Μεταίχμιο) έγραψε η Χίλντα Παπαδημητρίου: «Όσο προχωρά η ανάγνωση στο μυθιστόρημα η αγωνία χτυπάει κόκκινο αφού ο συγγραφέας, ακολουθώντας την χιτσκοκική μέθοδο της αναμονής του κακού, δεν καταφεύγει σε λύσεις σπλάτερ για να τρομοκρατήσει την αναγνώστη. Ξέρει ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ πιο ανατριχιαστική από τη μυθοπλασία, όταν τον ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει ένας ταλαντούχος παραμυθάς. Και ο Μίνως Ευσταθιάδης είναι ακριβώς αυτό: ένας πολυτάλαντος παραμυθάς-αφηγητής που σε οδηγεί στη σπηλιά του Μινώταυρου και σε αφήνει να αναζητήσεις τον μίτο με τη δική σου λογική, ηθική και ενσυναίσθηση».
Η Μαρία Σκιαδαρέση έχει διαγράψει μια σημαντική πορεία στο χώρο της πεζογραφίας. Κάθε βιβλίο της διερευνά θεματικές ακανθώδεις, συμπληρώνοντας έτσι το εύρος των ζητημάτων που πραγματεύεται μέσω των βιβλίων της.
Η Σοφία Νικολαΐδου σε κάθε στιγμή της συγγραφικής της πορείας είχε βασικό της ζητούμενο να αποτυπώσει στην πεζογραφία της το εδώ και τώρα, τους προβληματισμούς, τα άγχη, τα λάθη και τα σωστά μιας γενιάς σε διαρκή κίνηση. Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, με πικρίες και άβολες διαπιστώσεις, οι ιστορίες της καταγράφουν την κίνηση, την προσπάθεια, το θετικό πρόσημο – όπως ακριβώς συμβαίνει και στα Δικά μας παιδιά (εκδ. Μεταίχμιο).
Έγραψε ο Κώστας Κατσουλάρης: «Ολόκληρο το βιβλίο εμποτίζεται από μια νεανική, ιδιαίτερα παραστατική γλώσσα, που μας βάζει στον κόσμο των εφήβων και νέων των πόλεων, χωρίς όμως να της δίνει περισσότερο χώρο απ’ ό,τι χρειάζεται. Κυρίαρχοι σε αυτό το μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες, η Βάλια, η Ζωή, ο Ιορδάνης ο καλός μπάτσος, ο Κωστής, η Λένια κι ο Φώτης, αλλά κι ο Σίμος ο κακός μπάτσος, κι ο Τσε και η δόλια η Στεφάνκα η Βουλγάρα, η καλή μαμά του κακού παιδιού: αυτούς βλέπεις, αυτούς ακούς να μιλάνε, με αυτούς πορεύεσαι. Πολλά θέματα που μας απασχολούν όλους μας όταν μιλάμε για τους νέους, και βέβαια απασχολούν και τους ίδιους, όπως οι σχέσεις και το σεξ, η ρευστότητα των ρόλων και των φύλων, η φιλία, θίγονται εδώ χωρίς τυμπανοκρουσίες, ρευστοποιούνται μέσα στην ίδια την ιστορία».
Στο μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά Νικήτρια σκόνη (εκδ. Ψυχογιός) συναντούμε τις τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του δημοψηφίσματος του 2015 και τον διχασμό που προκάλεσε.
Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής. Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να τον στοιχειώνουν αν δεν κάνει ο ίδιος κάτι. Ένα πολύ καλά δουλεμένο μυθιστόρημα ως προς τους ήρωες και τα ελατήρια που τους ωθούν στις πράξεις ή τους κρατάνε αγκιστρωμένους στον περιρρέοντα χωροχρόνο.
Δεν είναι ότι δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο από τον Νίκο Α. Μάντη, αλλά προσωπικά μιλώντας, όταν πιάνω στα χέρια μου μυθιστόρημα ελληνικής πεζογραφίας πάνω από 1000 σελίδες, μια κατάπληξη την αισθάνομαι. Και μιας και πιάσαμε τα τυποτεχνικά στοιχεία του βιβλίου, να σημειώσουμε ότι είναι σκληρόδετο, τυπωμένο σε καλό χαρτί και πολύ προσεγμένο στο σύνολό του.
Οι Αδύνατες πόλεις – Τα χρονικά της προσομοίωσης (εκδ. Καστανιώτη), όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, ξεκίνησε να γράφεται στη διάρκεια των εγκλεισμών –μέχρι και πρόσφατα, βέβαια– ως ένα προσωπικό στοίχημα, αν θα μπορούσε δηλαδή να γίνει ο ίδιος «κάτι σαν Σεχραζάτ προς τον εαυτό μου», αφηγούμενος μία ιστορία σε συνεχή ροή, εξερευνώντας πού θα οδηγήσει. Και οδήγησε σε ένα μυθιστόρημα με μαγευτικές εικόνες, με αμέτρητες αναφορές σε άλλα βιβλία, ταινίες, στίχους, τηλεοπτικές σειρές, μουσικές. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας φόρος τιμής στη σπουδαία λογοτεχνία και μια ομολογία πίστης στην ανθρώπινη φύση, η οποία αλλάζει ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.
Η Βασιλική Πέτσα, από την πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία, δημιουργούσε σφοδρές αντιπαραθέσεις, πάντα με αφορμή τα κείμενά της, οι οποίες και περιστρέφονταν σχετικά με συγκεκριμένες επιλογές της κάθε φορά.
Στη νουβέλα της Θυμάμαι, ήταν η πολυπρόσωπη αφήγηση (36 αφηγηματικές φωνές), στα διηγήματα Μόνο το αρνί, η τρικαλινή ντοπιολαλιά και αντίστοιχα στο πρόσφατο Δεν θ’ αργήσω (εκδ. Πόλις) η απόδοση της φωνής οπαδών της Λίβερπουλ στο δυστύχημα του 1989. Η Βασιλική Πέτσα αναμετράτε με τις συγγραφικές προσκλήσεις που η ίδια θέτει, καθιστώντας της μια αεικίνητη και ανήσυχη δημιουργό η οποία διαρκώς εξελίσσει τη γραφή της.
Έγραψε ο Διονύσης Μαρίνος: «Το μυθιστόρημα έχει ένα αργό τέμπο, σαν τις γκρίζες μέρες στο Λίβερπουλ, σαν τη ρυθμική βροχή του νησιού που όταν ξεκινάει (καθημερινά) ποτίζει τα σώματα και τις ψυχές έως το μεδούλι. Χτίζεται πάνω στην ασημαντότητα του «κάθε μέρα» που βιώνει ο ήρωας και σε έναν οικογενειακό ιστό που φαίνεται να έχει μπλεχτεί φυλακίζοντας τα μέλη του σε μια τακτοποιημένη (πλην ψυχικά εγκλωβισμένη) ζωή. Μια αναγκαία υποσημειώση, ωστόσο, τεχνικής φύσεως έχει να κάνει με τη γλώσσα του ήρωα, η οποία δεν συνάδει με το κοινωνικό του προφίλ. Εδώ έχουμε μια αναντιστοιχία, η οποία, εν μέρει, υποσκάπτει την αληθοφάνεια του κεντρικού ήρωα. Επίσης, οι διάσπαρτες αγγλικές λέξεις στο κείμενο, περισσότερο ξενίζουν παρά υπηρετούν κάποια ανάγκη του».
ΠΗΓΗ: http://bookpress.gr